Ἦταν καλοκαίρι τοῦ 1974. Τὰ τουρκικὰ στρατεύματα εἰσβάλουν στὴν Κύπρο. Καὶ σκορποῦν τὸ θάνατο. Στὴ Μόρφου συμβαίνει ἕνα συνταρακτικὸ γεγονός. Τοῦρκοι στρατιῶτες συλλαμβάνουν 15 χριστιανούς...
Τοὺς φέρνουν στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ ἑνὸς ἑλληνοκύπριου δάσκαλου, καὶ τοὺς καταδικάζουν σὲ θάνατο. Ἑτοιμάζουν τὰ ὄπλα. Καὶ στήνουν τοὺς αἰχμαλώτους (ἄνδρες, γυναῖκες, μικρὰ παιδιὰ) στὸν τοῖχο. Θρῆνος, κλαυθμός, ὀδυρμός. Τραγικὲς στιγμὲς γιὰ τοὺς μελλοθάνατους. Περιμένουν μέσα σὲ κλίμα φόβου καὶ ἀγωνίας τὸν Τοῦρκο ἀξιωματικὸ νὰ ἔλθει καὶ νὰ διατάξει «πῦρ».
Στρέφουν τότε τὸ νοῦ τους καὶ τὴν καρδιά τους στὴν ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων. Καὶ προσεύχονται ὅλοι τους θερμὰ γιὰ τὸ τελευταῖο τους ταξίδι καὶ ἰδιαίτερα ὁ δάσκαλος, «Θεέ μου, συγχώρησέ μας καὶ δέξου μᾶς κοντά σου. Μνήσθητι ἠμῶν, Κύριε, ἐν τὴ Βασιλεία Σου.» Ὁ τοῦρκος ἀξιωματικὸς ἔρχεται. Κοιτάζει τοὺς στρατιῶτες του μὲ τὰ ὄπλα, κοιτάζει βλοσυρὸς καὶ τοὺς μελλοθάνατους. Ρίχνει μία ματιὰ πρὸς τὰ πάνω. Μία κληματαριὰ ἁπλώνεται καὶ σκεπάζει τὴν αὐλή. Ζητάει ἕνα τσαμπὶ σταφύλι, γιὰ νὰ παρατείνει ἔτσι σκόπιμα τὴν ἀγωνία τῶν αἰχμαλώτων. Παίρνει τὸ τσαμπί. Μά, ἐνῶ ἑτοιμάζεται νὰ τὸ φάει, ἀκούγεται δυνατὴ ἡ.....
φωνὴ τοῦ δασκάλου:
-Μὴν τὸ φᾶς! Προχτὲς τὸ ράντισα μὲ φάρμακο. Εἶναι ἰσχυρὸ δηλητήριο! Θὰ πεθάνεις!
Ὁ ἀξιωματικὸς μένει ἄναυδος. Καὶ γεμάτος κατάπληξη ρωτάει:
-Καλά, ἀφοῦ ξέρεις, ὅτι σὲ λίγο θὰ δώσω διαταγὴ νὰ σᾶς σκοτώσουν, γιατί δὲν μὲ ἄφησες νὰ τὸ φάω καὶ ἔτσι νὰ μὲ ἐκδικηθεῖς;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ δάσκαλος, μὲ εἰρήνη καὶ γαλήνη:
-Εἶμαι χριστιανός. Καὶ τώρα ποὺ πρόκειται νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, καὶ νὰ παρουσιασθῶ ἐνώπιόν του Θεοῦ, δὲν θὰ ἤθελα νὰ βαρύνω τὴν ψυχή μου μὲ μία ἁμαρτία τόσο βαριά.
Ὁ τοῦρκος ἀξιωματικὸς συγκλονίζεται, γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ.
Στρέφεται καὶ λέει στοὺς στρατιῶτες του:
-Ἂν ἔβρισκα ἕναν τέτοιο τοῦρκο, θὰ ἔδινα καὶ τὴ ζωή μου ἀκόμα! Μαζέψτε τὰ ὄπλα καὶ ἀφῆστε τοὺς ἐλεύθερους ὅλους!
Ἐφημερίδα «Ἠπειρωτικὸν μέλλον»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου